- καταλύω
- (AM καταλύω)1. αφανίζω, καταστρέφω2. (ιδίως για πολιτικά συστήματα, κράτη, εξουσίες) καταργώ, ανατρέπω, διαλύω3. τρώγω κατ' εξαίρεση τροφή που δεν είναι νηστήσιμηνεοελλ.1. (για τμήμα στρατού) σταθμεύω κάπου για ανάπαυση ή για διανυκτέρευση2. διαμένω προσωρινά, εγκαθίσταμαι κάπου για λίγες μέρες, φιλοξενούμαι3. (για καταλύτη) μεταβάλλω την ταχύτητα μιας χημικής αντίδρασης, επιταχύνοντας ή επιβραδύνοντάς τηναρχ.1. καθαιρώ, απολύω2. καθιστώ κάποιον άχρηστο3. παραμελώ, εγκαταλείπω4. καταπαύω5. τελειώνω κάτι6. πεθαίνω7. (σχετικά με ειρήνη) καταπατώ8. (σχετικά με πόλεμο) παύω9. λύνω από τον ζυγό10. κατεβάζω κάτι που κρέμεται από τον τοίχο11. μέσ. καταλύομαισυνάπτω ειρήνη12. παθ. καταλύομαικαταβιβάζομαι13. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) καταλελυμένος, -η, -ονάχρηστος.
Dictionary of Greek. 2013.